-
1 ракета
ο πύραυλ/οςатомная - ατομικός/πυρηνικός -боевая - μάχης, στρατιωτικός -научная - επιστημονικός -, ερευνητικός -неуправляемая - άνευ συστήματος ελέγχου/πλοήγησης, η ρουκέτα (ξεν.)сигнальная - η φωτοβολίδα σήμανσης/σηματοδοσίαςсоставная - см. многоступенчатая -управляемая - με σύστημα ελέγχου/πλοήγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ракета
-
2 ракета
ракета ж 1) о πύραυλος, η ρουκέτα· το πυραυλοκίνητο βλήμα (снаряд)' космическая \ракета ο κοσμικός (или διαστημικός) πύραυλος; межконтинентальная \ракета ο διηπειρωτικός πύραυλος; многоступенчатая \ракета ο πολυόροφος πύραυλος; запустить \ракетау εκτοξεύω πύραυλο 2) (сигнальная) η φωτοβολίδα* * *ж1) ο πύραυλος, η ρουκέτα; το πυραυλοκίνητο βλήμα ( снаряд)косми́ческая раке́та — ο κοσμικός ( или διαστημικός) πύραυλος
межконтинента́льная раке́та — ο διηπειρωτικός πύραυλος
многоступе́нчатая раке́та — ο πολυόροφος πύραυλος
запусти́ть раке́ту — εκτοξεύω πύραυλο
2) ( сигнальная) η φωτοβολίδα -
3 ракета
раке||та I ж ὁ πύραυλος, ἡ ρουκέτα:осветительная \ракета ἡ φωτοβολίδα, ὁ φωτιστικός πύραυλος· сигна́льная \ракета ἡ συνθηματική φωτοβολίδα· космическая \ракета ὁ κοσμικός πύραυλος· межконтинента́льная \ракета ὁ διηπειρωτικός πύραυλος· запускать \ракетату ἐκτοξεύω πύραυλο.ракета II Π, ракетка ж спорт. ἡ ρα-κέττα. -
4 ракета
-
5 ракетный
ракетный 1επ.πυραυλικός•-ая техника πυραυλική τεχνική•
-ое оружие πυραυλικό όπλο-ракетныйая установка πυραυλική εγκατάσταση•
-ые войска πυραυλικά στρατεύματα•
-ое вооружение πυραυλικός εξοπλισμός•
ракетный сигнал σύνθημα με φωτοβολίδα.
ракетный 2επ.του σφαιρόπληκτρου•-ое производство παραγωγή σφαιροπλήκτρων.
-
6 фейерверочный
επ.του πυροτεχνήματος•-ая ракета η φωτοβολίδα.
-
7 шутиха
-и θ.1. βλ. шут (1 σημ.).2. φωτοβολίδα.
См. также в других словарях:
φωτοβολίδα — η, Ν 1. πυροτεχνική συσκευή προοριζόμενη για την εκπομπή πολύ λαμπρού φωτός και χρησιμοποιούμενη για σηματοδότηση ή για φωτισμό στη θάλασσα, σε σιδηροδρόμους και αυτοκινητοδρόμους και σε στρατιωτικές επιχειρήσεις 2. εξάρτημα σε λυχνίες φωταερίου… … Dictionary of Greek
φωτοβολίδα — η 1. είδος μικρού πυραύλου σηματοδότησης που εκτοξεύεται με ειδικό πιστόλι τη νύχτα, αλλά και την ημέρα, και χρησιμεύει για φωτισμό ορισμένης περιοχής ή ως σύνθημα. 2. εξάρτημα σε λυχνίες φωταερίου που πολλαπλασιάζει τη θερμαντική δύναμη της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκυταλίδα — η / σκυταλίς, ίδος, ΝΑ υποκορ. νεοελλ. ναυτ. φωτοβολίδα που έχει διάφορα χρώματα και η οποία ρίχνεται ψηλά με σωλήνα για την μεταβίβαση μηνύματος ή για την σήμανση τη νύχτα, στη διάρκεια γυμνασίων ή πολεμικών επιχειρήσεων αρχ. 1. μικρό ραβδί ή… … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek
Αυλωνίτης, Βασίλης — (1904 1970). Ηθοποιός του μουσικού θεάτρου και του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε το 1924 στο έργο Ερωτικές γκάφες. Έπαιξε επίσης με τον θίασο Ζάχου Θάνου στο Κορίτσι της γειτονιάς και σημείωσε μεγάλη επιτυχία με το νούμερο Εσπεράντο στην… … Dictionary of Greek
Ευθυμιάδη, Νένη — (Αθήνα 1946 –). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Ανήκει στη γενιά των πεζογράφων της δεκαετίας του 1970.… … Dictionary of Greek
καταυγάζω — καταύγασα, καταυγάστηκα, καταυγασμένος, καταφωτίζω: Η φωτοβολίδα καταύγασε όλη την περιοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)